- πλησιόχωρος
- πλησιόχωροςadjacentmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλησιόχωρος — η, ο / πλησιόχωρος και πλησιόχορος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά σε μια χώρα, γειτονικός, όμορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + χώρα (πρβλ. περί χωρος, στενό χωρος)] … Dictionary of Greek
πλησιόχωρος — η, ο αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί σε κοντινό χώρο, γείτονας, συνορίτης: Για τους πλησιόχωρους οικισμούς επιβάλλεται η ίδρυση μιας οργανωμένης σχολικής μονάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλησιόχωρον — πλησιόχωρος adjacent masc/fem acc sg πλησιόχωρος adjacent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιοχώροις — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιοχώροισι — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιοχώρου — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιοχώρους — πλησιόχωρος adjacent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιοχώρων — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιοχώρῳ — πλησιόχωρος adjacent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιόχωρα — πλησιόχωρος adjacent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)